- ἔκριζον
- ἔκριζοςby the rootsmasc/fem acc sgἔκριζοςby the rootsneut nom/voc/acc sgκρίζωcreakimperf ind act 3rd plκρίζωcreakimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκριζος — ἔκριζος, ον (Μ) 1. αυτός που ξεριζώθηκε, που βγήκε από τη ρίζα του 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἔκριζον από τη ρίζα … Dictionary of Greek